- προδιάθεσις
- προ-διά-θεσις, ἡ, vorherige Lage, Beschaffenheit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προδιάθεσις — predisposition fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαθέσεις — προδιάθεσις predisposition fem nom/voc pl (attic epic) προδιάθεσις predisposition fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιάθεσιν — προδιάθεσις predisposition fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιάθεση — Κατάσταση κατά την οποία το άτομο, υπό την επίδραση εσωτερικών παραγόντων, παρουσιάζει την τάση, πέρα από το κανονικό, να προσβάλλεται από ορισμένη κατηγορία νοσημάτων. Η π. μπορεί να συνδέεται με παράγοντες γενετικούς, χημικούς, ανατομικούς ή με … Dictionary of Greek